Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πελατικός — ή, όν, Α [πελάτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πελάτη 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πελατικόν η τάξη τών πελατών … Dictionary of Greek
πελατικόν — πελατικός of masc acc sg πελατικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)