πελατικός

πελατικός
πελατ-ικός, ή, όν,
A of or for a πελάτης · τὸ π. the body of clients, D.H.9.23.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πελατικός — ή, όν, Α [πελάτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πελάτη 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πελατικόν η τάξη τών πελατών …   Dictionary of Greek

  • πελατικόν — πελατικός of masc acc sg πελατικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”